- ενενηντάρης
- οθηλ. -άρα και -άρισσα που έχει ηλικία ή διάρκεια ενενήντα ετών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ενενηντάρης — ο ηλικίας ενενήντα ετών … Dictionary of Greek
ενενηντάρα — ενενηντάρα, η και ενενηντάρισσα, η θηλ. του ενενηντάρης (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενενηντάχρονος — η, ο ενενηντάρης (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)